- καταυαίνω
- κατ-αυαίνω, [tense] fut. -A
αυᾰνῶ Archil.61
:—wither up, l.c.:—later [full] καθαυαίνω Lyc.397, Luc.Am.12.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αυᾰνῶ Archil.61
:—wither up, l.c.:—later [full] καθαυαίνω Lyc.397, Luc.Am.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καταυαίνω — και καθαυαίνω (Α) (επιτ. τ. τού αυαίνω*) καταξεραίνω, καταστεγνώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αὐαίνω «ξεραίνω, στεγνώνω»] … Dictionary of Greek